- βατίς
- βατίς (-ίδος), η (Α) [βάτος (Ι)]1. πλατύ, αγκαθωτό σελαχοειδές, βατί, ράγια2. είδος πτηνού που συχνάζει σε θάμνους3. το δικότυλο φυτό βατίς ή θαλασσία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Βατίς — skate fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βατίς — skate fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βατίδα — Βατίς skate fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βατίδα — βατίς skate fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βατίδας — Βατίς skate fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βατίδας — βατίς skate fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βατίδες — Βατίς skate fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βατίδες — βατίς skate fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βατίδι — Βατίς skate fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βατίδι — βατίς skate fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)